Εύα Βλάμη
Μια απ’ τις γνωστές και δυνατές πεζογράφους μας. Γεννήθηκε στον Πειραιά και καταγόταν απ’ το Γαλαξίδι, την πόλη αυτή των καραβοκύρηδων που τη ζωντάνεψε μαζί με τους ανθρώπους της σε δυο της βιβλία, που αποτελούν σταθμό στα Γράμματά μας. Η Εύα Βλάμη σπούδασε μουσική, αλλ’ από νέα πολύ αφιερώθηκε στη Λογοτεχνία. Στα 1947 κυκλοφορεί το πρώτο της βιβλίο με τίτλο «Γαλαξείδι» και υπότιτλο: «Η μοίρα μια ναυτικής πολιτείας», που αμέσως την καθιερώνει. Στα 1950 θα κυκλοφορήσει το δεύτερο βιβλίο της, το περίφημο μυθιστόρημα «Σκελετόβραχος», που πάλι μας μιλά για το Γαλαξίδι και για τη ναυτοσύνη. Εδώ όμως η Εύα Βλάμη φέρνει σε σύγκρουση δυο πάντα αντιμαχόμενα στοιχεία, σε μια στιγμή όπου δίνεται η θανάσιμη πάλη μεταξύ τους: της παράδοσης και τού σύγχρονου πολιτισμού, των ιστιοφόρων με τ’ ατμόπλοια. Οι δύο κεντρικοί ήρωες τού βιβλίου, ο καπετάν Σκελετόβραχος κι ο καπετάν Γιάννακας, εκπρόσωποι, ο πρώτος τής παράδοσης, κι ο δεύτερος τού πολιτισμού, θα συγκρουστούν θανάσιμα. Πλαίσιο αυτής της πάλης πάντα το Γαλαξίδι κι η ζωή των ναυτικών.
Ο Αη-Νικόλας μπήκε με το ηλιοβασίλεμα στον κόρφο του Γαλαξειδιού. Δεν είχαν ακόμα οι ναύτες μαϊνάρει καλά-καλά την τουρκετίνα και τον χλώριο παπαφίγκο, που παραπομέναν ανοιχτά, όταν ο καπετάν - Θύμιος, ο καραβοκύρης, ματαπρόσταξε:
- Σιγουράρετε και τα στράλια των φλόκων, παιδιά, είναι λάσκα κι ο σορόκος
δυναμώνει όσο πάει.
Δυο- τρεις, οι πιο χεροδύναμοι, σκαρφάλωσαν στο κόντρα-μπαστούνι και
σιγουράρισαν τα στράλια.
- Φούντο, παιδιά, έδωσε πια τη διάτα του ο καπετάνιος.
- Φούντο, απολογήθηκαν από την πλώρη αμολώντας την άγκουρα, που με το γκρέμισμά
της έκανε τα νερά ν' αφροκοπήσουνε γύρα.
- Τη μεγάλη σκαμπαβία στη θάλασσα, πρόσταξε τώρα ο λοστρόμος ο Κωσταντής, που
έστεκε ανάμεσό τους στην πλώρη.
«Ο θαλασσινός μάτια μου, άμα βγει απ’ τη θάλασσα, χάθηκε. Πικρό κατακάθι τού μένει μέσα του, κι όλο γκρίνια και τσιφουτιά είναι στα υστερνά του. Όλο μ’ εκείνη παλεύει και την αποζητάει, όπως τόπαθε δα κι ο καπετάν Γιώργης! Τούτος ήτανε καπετάνιος ξακουστός, και είχε και μοναχοπαίδι, το Θανάση που τόχε κάνει ξεφτέρι στην αξιοσύνη. Ρουσία, Αγγλία, Ισπανία, και που δεν έφτανε το τρικάταρτο μπάρκο τους. Και πρώτο πάντα πίσω στο Γαλαξείδι. Πέρασαν όμως τα λεβεντονιάτα τού καπετάν Γιώργη κι’ ήρθε καιρός που βάρυνε. Τα πόδια του δεν τον βαστούσαν. Δε λέω, το βάρος το σήκωσε στους ώμους του ο Θανάσης. Μα κι ο νοτιάς τον περούνιαζε και τού μούδιαζε τα κόκκαλα. Γυρίζοντας σ’ ένα ταξίδι του απ’ τη Τζιμπεράλτα είπε στο γιο του:
—Με το καλό, παιδί μ’, σα φτάσουμε, εγώ θα μείνω πια στο Γαλαξείδι. Την ευκή μου και τα μάτια σου τέσσερα στο καράβι.
Σα φτάσανε στην πολιτεία, ο γέρος φόρεσε τη σκολινή παλιά του φορεσιά: Τη βράκα του τη βαθυγάλαζη, το πιο σκούρο γιλέκο, την άσπρη πουκαμίσα, τις χιονάτες κάλτσες του και τις μαύρες γόβες. Ύστερα ανεμοσβούρισε τριάντα φορές όσο να ζώσει στη μέση του το κόκκινο ζουνάρι, θήκιασε το θαλασσινό μαχαίρι με στις διπλές του, τσάκισε το φέσι στα δεξιά τού κεφαλιού του, έστριψε τις μουστάκες του, που φτάναν ως τ’ αυτιά, φουφούδισε τα μακριά του γένια, πήρε στο χέρι το κεχριμπαρένιο κομπολόι, απ’ το Τούνεζι, και βγήκε ίδιος γαμπρός. Έτριξε η γης που πάτησε, κι’ η γρηά του μόλις τον αντίκρυσε, λεβέντη, κατάλαβε. Ήρθε λοιπόν η ώρα τού καλού της ν’ αποζητήσει την παραστιά και το χουχουλητό;»
(Απόσπασμα, από το «Γαλαξείδι»)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου