"Το φθινόπωρο μ' αρέσει, η θλιβερή αυτή εποχή ταιριάζει
στις αναμνήσεις. Όταν τα δέντρα δεν έχουν πια φύλλα, όταν ο ουρανός διατηρεί
ακόμα το δειλινό την κοκκινωπή ανταύγεια που χρυσώνει το μαραμένο χορτάρι, έχει
μια γλύκα να βλέπεις να σβήνει ό,τι χτες ακόμα έκαιγε μέσα σου. Μόλις γύρισα
από τον περίπατό μου στα έρημα λιβάδια, στην όχθη των παγερών ρυακιών, όπου
καθρεφτίζονται οι ιτιές. Ο άνεμος έκανε τα γυμνά κλαριά τους να σφυρίζουν, πότε
- πότε σώπαινε, κι έπειτα άρχιζε πάλι αιφνίδια· τότε τα φυλλαράκια που
κρέμονται από τα χαμόκλαδα έτρεμαν πάλι. Το χορτάρι ριγούσε λυγίζοντας προς το
χώμα, όλα έμοιαζαν να γίνονται πιο χλωμά και πιο παγωμένα· στον ορίζοντα ο
δίσκος του ήλιου χανόταν μες το λευκό τ' ουρανού και τον διαπερνούσε ολόγυρα με
λίγη ζωή που έφθινε. Κρύωνα και σαν να φοβόμουν".
μ.Χ.
Στο μ.Χ. ο συγγραφέας Βασίλης Αλεξάκης αγγίζει τα ιερά και τα όσια της φυλής. Τολμά να πλησιάσει ένα μέγιστο ελληνικό ταμπού και να μιλήσει θαρραλέα για την ιστορία του «Αγίου Όρους», το βίο και την πολιτεία των μοναχών, αλλά κυρίως να επισημάνει το συστηματικό διασυρμό του ελληνισμού και της αρχαίας σκέψης από την Εκκλησία.
Μη φανταστείτε ότι ο καλός συγγραφέας ακολουθεί τον εύκολο δρόμο, του λίβελου, της καταγγελίας και των αποκαλύψεων. Ακόμα κι αν διαβάσετε ότι οι σύγχρονοι μοναχοί αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στο διαδίκτυο παρά στην προσευχή. Και αποκαλούν σκωπτικά μια από τις κρυμμένες κεραίες κινητής τηλεφωνίας στον Άθω «Παναγία η Παναφονίττισσα».
Το μ.Χ. -βραβευμένο πρόσφατα με το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας- δεν γράφτηκε για να αποκαθηλώσει το χριστιανισμό ή για να φανερώσει τα πιθανά σκάνδαλα των σεπτών και ταπεινών εκπροσώπων του Θεού επί της αθωνικής γης. Ζωηρεύει όμως έναν ουσιαστικό διάλογο για τη «φύση» του χριστιανισμού και την ιδιόμορφη πολιτεία του Αγίου Όρους. Ζητήματα, δηλαδή, που η Εκκλησία, η ελληνική πολιτεία και η πλειοψηφία των Ελλήνων αντιμετωπίζουν σταθερά με την ευγλωττία της... σιωπής.
Το θέμα του μ.Χ., όπως το συνοψίζει ο συγγραφέας του, είναι το κενό 13 αιώνων πνευματικής γραφής από τον 5ο αιώνα, όταν ο Ιουστινιανός έκλεισε τη Σχολή Φιλοσοφίας της Αθήνας μέχρι την επανάσταση του ’21. Βασικός ήρωας του βιβλίου του είναι ένας 24χρονος φοιτητής από την Τήνο που αγαπά τους προσωκρατικούς φιλοσόφους. Η Ναυσικά, η πλούσια ηλικιωμένη κυρία που τον φιλοξενεί στην Αθήνα, του ζητάει κάποια στιγμή να βρει τον χαμένο αδελφό της που έχει γίνει μοναχός στο Άγιο Όρος. Η έρευνα του νεοφώτιστου ιστορικού θα φέρει τελικά στο φως δεκάδες πραγματικές και εν πολλοίς άγνωστες πληροφορίες για το Άγιο Όρος.
Μαζί με το νεαρό φοιτητή, ο αναγνώστης μπορεί, αρχικά, να περιηγηθεί νοερά στον προχριστιανικό Άθω, όταν στο ψηλότερο σημείο του ορθωνόταν ένα άγαλμα του Δία και να νιώσει το μένος των πρώτων μοναχών που χρησιμοποίησαν τους αρχαίους ναούς της περιοχής ως οικοδομικό υλικό για να χτίσουν τα πελώρια συγκροτήματά τους.
Η ιδέα της καταστροφής, του αφανισμού και της διαστρέβλωσης του αρχαίου κόσμου από το χριστιανισμό διατρέχει, άλλωστε, ολόκληρο το βιβλίο. Ο συγγραφέας, σε αντίθεση με αρκετούς Έλληνες διανοούμενους, δεν έχει καμία διάθεση να αναγνωρίσει στο μοναχικό βίο της αθωνικής πολιτείας κάποια πνευματική διάσταση. Το Άγιο Όρος αποκτά σιγά-σιγά στο βιβλίο την εικόνα μιας αυτόνομης, πανίσχυρης εξουσιαστικής μηχανής με αυστηρούς κανόνες, «χρυσούς συμβιβασμούς» και μοναδικά προνόμια.
Όσο για την ευρέως διαδεδομένη σύνδεση του αρχαίου κόσμου με το Βυζάντιο, ο Αλεξάκης μάλλον καγχάζει. Αφού γνωρίζει, όπως τονίζει και σε συνεντεύξεις του («Ελευθεροτυπία» 23/12/07), ότι το «Βυζάντιο ήταν ένα θεοκρατικό κράτος, μια δικτατορία στην οποία το ελληνικό στοιχείο ήταν πάρα πολύ αδύναμο και σχεδόν ανύπαρκτο επί αιώνες».
https://www.lifo.gr/guide/book/reviews/ta-iera-ke-ta-anosia
"Δεν αμφισβητώ ότι οι
πατέρες της Εκκλησίας δανείστηκαν κάποια ρητορικά σχήματα από τους αρχαίους
συγγραφείς, απάντησε ο Βεζιρτζής. Υπήρξαν ωστόσο θανάσιμοι εχθροί της κλασικής
παιδείας και του πολιτισμού των αρχαίων. [...] Ο διασυρμός του ελληνισμού από
την Εκκλησία υπήρξε τόσο συστηματικός ώστε οι Έλληνες αναγκάστηκαν ν' αλλάξουν
όνομα, να μετονομαστούν σε Ρωμαίους, Ρωμιούς ή Γραικούς. Σε ορισμένες
τοιχογραφίες του Αγίου Όρους απεικονίζονται μαζί με τους αγίους και τους
αγγέλους διάφοροι φιλόσοφοι, ο Αριστοτέλης, ο Πλάτων, ο Σωκράτης, ο Πυθαγόρας.
Όλοι φορούν στέμμα, έχουν μακριές γενειάδες και είναι ντυμένοι σαν Βυζαντινοί
πρίγκιπες. Βαστούν ο καθένας τους έναν πάπυρο όπου είναι γραμμένη μια
πλασματική φράση, που διακηρύσσει, για παράδειγμα, την τρισυπόστατη φύση του
Θεού. Είναι γνωστό ότι η Εκκλησία επιδίωξε να προσεταιριστεί τους αρχαίους
σοφούς, αυτούς τουλάχιστον που δεν κατάφερε να θάψει, παραποιώντας τη σκέψη
τους. Αυτό άλλωστε δεν διδάσκονται οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,
ότι η αρχαιότητα παρέδωσε τη σκυτάλη του πολιτισμού στο Βυζάντιο; Ο
χριστιανισμός, αγαπητέ μου φίλε, δεν συνεχίζει την αρχαιότητα, απλά την
ακολουθεί όπως η νύχτα ακολουθεί τη μέρα. Η θεολογία αναιρεί τη φιλοσοφία. Η
πρώτη απαντά σε όλα, ενώ η δεύτερη ξέρει κυρίως να ρωτά."
Τι άραγε θα θυμάμαι μετά
από μερικά χρόνια από το βιβλίο αυτό; Ότι κέρδισε το Βραβείο Μυθιστορήματος της
Γαλλικής Ακαδημίας το 2007; Αλλά αυτό δεν αποτελεί μέρος του βιβλίου. Ίσως
θυμάμαι τη Ναυσικά, την ευγενέστατη αυτή γυναίκα που έχασε προ ετών το φως της
και που αναθέτει στον νεαρό συγκάτοικό της να μάθει τα πάντα για το Άγιο Όρος.
Είναι πιθανό να επιζήσουν και άλλα πρόσωπα του μυθιστορήματος: ο μοναχός που
χαιρετά τα αεροπλάνα σείοντας μια βυζαντινή σημαία, ο Γάλλος ερημίτης που
ονειρεύεται να επιστρέψει στη Νορμανδία, στο σπίτι όπου ο αβάς Πρεβό έγραψε τη
"Μανόν Λεσκό", ο καθηγητής Βεζιρτζής που ισχυρίζεται ότι το Βυζάντιο
δεν συνεχίζει την αρχαιότητα αλλά την ακολουθεί όπως η νύχτα την ημέρα, ο
Δημήτρης ίσως, ο χαμένος αδελφός της Ναυσικάς που επανεμφανίζεται στο τέλος της
ιστορίας και τραγουδάει ένα νησιώτικο τραγούδι. Θα θυμάμαι σίγουρα ότι το
Βυζάντιο επέβαλε με άκρα βιαιότητα το χριστιανισμό, ότι οι μοναχοί και οι
κληρικοί έσφαξαν πλήθη κόσμου, ότι ο μονοθεϊσμός εισήγαγε τον θρησκευτικό
φανατισμό που ήταν άγνωστος στην Αρχαία Ελλάδα και στη Ρώμη. Θεωρώ ελάχιστα
πιθανό να ξεχάσω ότι ο Ιουστινιανός έκλεισε τη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας και
ότι ακολούθησαν για τη χώρα μας δεκατρείς αιώνες πνευματικής νάρκης. Ίσως
ξεχάσω τον αφηγητή του έργου, το συγκάτοικο της Ναυσικάς, που αναλαμβάνει
βαρυγκομώντας την έρευνα για τον Άθω, δεδομένου ότι ασχολείται μόνο με την
αρχαία ιστορία και την προσωκρατική φιλοσοφία. Το ενδιαφέρον του όμως μεγαλώνει
όταν ανακαλύπτει ότι η Ελλάδα είναι δύο χώρες που δεν έχουν σχεδόν τίποτε κοινό
μεταξύ τους, και ακόμη περισσότερο όταν μαθαίνει ότι υπήρχαν πέντε πόλεις στη
χερσόνησο του Άθω, τις οποίες γκρέμισαν ολοσχερώς οι μοναχοί για να χτίσουν τα
γιγαντιαία μοναστήρια τους. Θα πάει στο Όρος όχι μόνο με την ελπίδα να βρει
εκεί τον Δημήτρη, αλλά και να εντοπίσει κατάλοιπα του αρχαίου πολιτισμού. Θα
ανακαλύψει έτσι ένα άγαλμα, θαμμένο μέσα σε μια κάβα κρασιών. Θα ανακαλύψει
επίσης τον αμύθητο πλούτο των μοναστηριών, τον καιροσκοπισμό των ηγουμένων, που
είναι πρόθυμοι να συνεργαστούν με κάθε αρχή, μηδέ της χιτλερικής εξαιρουμένης,
προκειμένου να διατηρήσουν τα εξωφρενικά οικονομικά τους προνόμια, το μίσος που
εξακολουθεί να τους διακατέχει απέναντι στην Αρχαία Ελλάδα και το γυναικείο
φύλο. Θα διαπιστώσει ακόμη ότι κυκλοφορούν αναρίθμητα φαντάσματα γυναικών στο
Άγιο Όρος. Το μυθιστόρημα έχει και μια αστυνομική διάσταση, αλλά αυτήν είναι
πολύ πιθανό να την ξεχάσω.
Βασίλης Αλεξάκης
https://www.public.gr/product/books/greek-books/literature/greek-literature/mh/prod383617/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου